- κιοτής
- οδειλός, φοβιτσιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρ. kotu «κακός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιοτής — ο (λ. τουρκ.), πληθ. ήδες, δειλός, άνανδρος: Στη μάχη δείχτηκε κιοτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιοτεύω — [κιοτής] 1. δειλιάζω 2. κάνω κάποιον να δειλιάσει τρομάζοντάς τον … Dictionary of Greek
γκιοτής — ο ο κιοτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kotu «κακός»] … Dictionary of Greek